- κεροίαξ
- ο (Α κεροίαξ -ακος)ναυτ. καθένα από τα σχοινιά που αναβαστάζουν τα άκρα των κεραιών τών τετραγωνικών ιστίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + οἴαξ «δοιάκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεροίαξ — κεροίᾱξ , κεροίαξ ropes belonging to the yard arm masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντίκι — το (Μ μαντίκιον και μαντίκιν) ο κεροίαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manticio] … Dictionary of Greek
κεροιάκων — κεροιά̱κων , κεροίαξ ropes belonging to the yard arm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)